- ἀκόσμητον
- ἀκόσμητοςunarrangedmasc/fem acc sgἀκόσμητοςunarrangedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρυθμίζω — ἐπιρρυθμίζω (Α) [ρυθμίζω] 1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ 2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek